Η Ξενιτιά

  Αφιερωμένο με την απέραντη αγάπη μου στους ξενιτεμένους μας που η καρδιά τους είναι πλημμυρισμένη από γλυκόπικρα συναισθήματα να απολαύσουν το΄΄ νόστιμον ήμαρ΄΄, την πολυπόθητη μέρα του γυρισμού τους στα ειδυλλιακά χωριά μας και ζουν με την γοητεία της προσμονής αυτης της ευλογημένης ώρας!!

Δρ Βασιλική Παναγιωτοπούλου του Χαράλαμπου και της Δήμητρας,
Σύμβουλος Φιλολόγων Κυκλάδων, Επιθεωρήτρια Δημόσιας Διοίκησης,
Σώμα Ελεγκτών Επιθεωρητών


« Η ΞΕΝΙΤΙΑ ΩΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΠΛΗΓΗ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΑ ΔΗΜΟΤΙΚΑ ΜΑΣ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ». ΤΟ 21ο από τα 75 ΠΡΩΤΟΤΥΠΑ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΑ ΜΟΥ ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑΤΑ

ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗ, ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΤΗΣ ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΑΣ ΕΝΩΣΗΣ ΦΙΛΟΛΟΓΩΝ, 2008
A SOCIAL WOUND IN GREEK FOLK SONGS
The large waves of greek immigration have been responsible for a number of society's weaknesses. The idea that death is an inevitable result of living abroad under those circumstances is a basic element of our traditional society. In songs referring to this situation the absence of white color is obvious and reflects the lack of beauty and happiness. The domination of black or light blue color underlines the sadness, while the presence of yellow is a sign of sickness and death. The green color does not express bravery or life but loneliness and abandonment. Red appears as a message of life and hope in a dark scenery. In addition, gold illustrates the feeling of magnificence and nobility.


«ΜΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΠΛΗΓΗ ΣΤΑ ΔΗΜΟΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ »
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Τα μεγάλα κύματα μετανάστευσης των Ελλήνων, που ξέσπασαν μετά την εισβολή των Τούρκων και την κατάρρευση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, αποτέλεσαν κοινωνική πληγή για τον Ελληνισμό. Η ιδέα ότι ο θάνατος είναι η αναπόφευκτη έκβαση της ξενιτιάς αποτελεί βασική φιλοσοφική θεώρηση της παραδοσιακής κοινωνίας. Στη συνείδηση του λαού των παραδοσιακών κοινωνιών η ξενιτιά σπάει την οικογενειακή συνοχή και ισοδυναμεί με θάνατο, είναι ένας θάνατος ψυχικός. Η ξενιτειά κι ο θάνατος αδέρφια λογιούνται, λέει χαρακτηριστικά. Ο πόνος των ξενιτεμένων και των δικών τους καθρεφτίζεται στα τραγούδια της ξενιτιάς, που αποτελούν παραλλαγές των μοιρολογιών και είναι πλημμυρισμένα από χρώματα δυστυχίας.

Η φανερή η απουσία του άσπρου χρώματος στα τραγούδια της ξενιτιάς δηλώνει την απουσία ομορφιάς και χαράς από τη ζωή των ξενιτεμένων. Η επικράτηση του μαύρου αποτελεί έκφραση θλίψης και με αυτό ταυτίζεται και το γαλάζιο, το βαθυκύανο λουλακί, που οπτικά μοιάζει με το μαύρο. Η παρουσία του κίτρινου δηλώνει μαρασμό και αρρώστια, προμηνύματα θανάτου. Το πράσινο δεν εκφράζει τη θαλερότητα, το σφρίγος και τη ζωντάνια, που με τις μεθόδους της ομοιοπαθητικής μαγείας μεταδίδει στους ανθρώπους και στα ζώα στα τελετουργικά του δρώμενα ο λαός μας χτυπώντας ελαφρά με πράσινα κλαδιά αειθαλών φυτών, αλλά ερημιά και εγκατάλειψη. Το κόκκινο εμφανίζεται ως μήνυμα ζωής κι ελπίδας μέσα στο σκοτεινιασμένο σκηνικό ή για να τονίσει την αντίθεση της ζωή, που επικρατεί στην παραδοσιακή ελληνική κοινωνία, και της δυστυχίας που με τον ασφυκτικό κλοιό της πνίγει τους ξενιτεμένους στα μαύρα ξένα. Το χρυσό δεν εκπέμπει την αίσθηση της μεγαλοπρέπειας και της αρχοντιάς, όπως σε άλλα δημοτικά τραγούδια και μαγικά δρώμενα, αλλά χρησιμοποιείται αντιθετικά με το μαύρο για να τονίσει της ξενιτιάς το δράμα. Το χρυσό τραπέζι- έκφραση πλούτου - στο οποίο συναντιούνται οι ξενιτεμένοι, τους πληγώνει περισσότερο, γιατί βρίσκονται στα μαύρα ξένα, το χρυσό μαντήλι καίγεται από τα μαύρα δάκρυα και το χρυσό χαρτί κρύβει τα μαύρα μαντάτα του ξενιτεμένου στη γυναίκα του για το ανέφικτο του γυρισμού του, γιατί η ξενιτιά κι ο θάνατος αδέρφια λογιούνται.


« Η ΞΕΝΙΤΙΑ ΩΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΠΛΗΓΗ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΑ ΔΗΜΟΤΙΚΑ ΜΑΣ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ »


Τα μεγάλα κύματα μετανάστευσης των Ελλήνων, που ξέσπασαν μετά την εισβολή των Τούρκων και την κατάρρευση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, αποτέλεσαν κοινωνική πληγή για τον Ελληνισμό. Η ιδέα ότι ο θάνατος είναι η αναπόφευκτη έκβαση της ξενιτιάς αποτελεί βασική φιλοσοφική θεώρηση της παραδοσιακής κοινωνίας. Στη συνείδηση του λαού των παραδοσιακών κοινωνιών η ξενιτιά σπάει την οικογενειακή συνοχή και ισοδυναμεί με θάνατο, είναι ένας θάνατος ψυχικός. Η ξενιτειά κι ο θάνατος αδέρφια λογιούνται, λέει χαρακτηριστικά. Ο πόνος των ξενιτεμένων και των δικών τους καθρεφτίζεται στα τραγούδια της ξενιτιάς, που αποτελούν παραλλαγές μοιρολογιών και είναι πλημμυρισμένα από χρώματα δυστυχίας.

ΟΙ ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΙ ΤΟΥ ΜΑΥΡΟΥ ΧΡΩΜΑΤΟΣ

1. Μαύρα δάκρυα
Μαύρα δάκρυα είναι το οδυνηρό ξέσπασμα της μάνας που καθρεφτίζει το παράπονό της για το ξενιτεμένο της παιδί την ώρα που νιώθει εντελώς αποδυναμωμένη να του στείλει χαιρετίσματα με άλλο τρόπο. Όλα τα χειροπιαστά στοιχεία της φύσης , σταφύλια, τριαντάφυλλα, κυδώνια σαπίζουν, ώσπου να φτάσουν στην ξενιτιά και να φέρουν στα χέρια του το μήνυμα της αγάπης της. Ακόμη και το μαντήλι καίγεται από τη φωτιά που κρύβουν τα δάκρυά της. Μοναδική παρηγοριά της μένουν οι ευχές της και τα δάκρυα του λυτρωμού.

Μισεύεις για την ξενιτειά και μένω μοναχή μου
Σύρε παιδί μου στο καλό και να ‘χεις την ευχή μου.
Τριανταφυλλένια η στράτα σου, ανθοσπαρμένοι οι δρόμοι
για χάρη σου ν’ ανθίζουνε και τα λιθάρια ακόμη.

Ξενιτεμένο μου πουλί κι αλαργινό γεράκι,
η ξενιτιά σε χαίρεται και γω πίνω φαρμάκι
- Τι να σου στείλω , ξένε μου, τι να σου προβοδίσω;
Να στείλω μήλο σέπεται, κυδώνι μαραγκιάζει,
σταφύλι ξερογιάζεται , τριαντάφυλλο μαδιέται.
Στέλνω τα μαύρα δάκρυα μου σ’ ένα χρυσό μαντήλι
τα δάκρυα είναι καυτερά, το καίνε το μαντήλι.
Σου στέλνω χαιρετίσματα με τ’ άστρι με την πούλια
και με τη θάλασσα φλουριά και με τη βάρκα γιούλια…

Σηκώνομαι τη χαραυγή , γιατί ύπνο δεν ευρίσκω,
ανοίγω το παράθυρο, κοιτάζω τους διαβάτες,
κοιτάζω τις γειτόνισσες και τις καλοτυχίζω
πώς ταχταρίζουν τα μικρά και τα γλυκοβυζαίνουν.
Με παίρνει το παράπονο, το παραθύρι αφήνω,
και μπαίνω μέσα , κάθομαι και μαύρα δάκρυα χύνω.
[1]

Το παράπονο της πανέμορφης κόρης για την τραγική της τύχη να παντρευτεί ταξιδευτή, να υπομένει φοβερή μοναξιά τη στιγμή που οι μαύρες κι άσχημες είχαν καλύτερη τύχη και απογοητευμένη από την άκαρπη αναμονή του αγναντεύοντας τα πέλαγα τα στείρα βουτηγμένη στα μαύρα δάκρυα γέρνει σαν λουλούδι μαραμένο στο έρημο κρεβάτι της παραστατικά εκφράζεται στο παρακάτω τραγούδι της Καρπάθου.

Ούλες οι μαύρες κι άσχημες επήραν άντρες κι έχουν
κι εγώ ‘μουν άσπρο γιασεμί και πήρα ταξιάρη,
που φεύγει με τα κάτεργα και πά’ με τα καράβια
και κάμνει μήνες ν’ ακουστεί και μήνες ν’ ανεφάνει.
Κι ούλες υπά’ στην εκκλησιά κι ακούουσι σα ψάλλει
κι εγιώ προέλλω [2] και θωρώ τηθ θάλασσα τα κάμνει,
αν απροέλλου κάτεργα κι αφ φαίνουτται καράβια,
να ‘ρτει της μάννας μ’ ο γαμβρός ,της πεθθεράς μου ο υίος
της αντραέρφης μ’ αερφός και μέναν ο καλός μου.
Μήε καράβια φαίνουται, μήε βαρκιά προέλλου [3].
Παίρει μ’ η παραπόνεση κι η ισπεριά και φεύγω
και χύννω μαύρα βάκρυα, πύρινα, ουρκωμένα [4].
Πάω και κατακλίνομαι στην έρημή μου κλίνη,
στην έρημη, στη σκοτεινή, στη τρισερημιασμένη,
σαμ μαραμμένο λούλλουο που χάσει τηθ θωριάτ του
και φύουσι[5] τα κάλλη του και φύ’ η μυρωδιά του. [6]
Τα μαύρα δάκρυα είναι η μόνη λύτρωση του ξενιτεμένου για την απέραντη μοναξιά του.

Βρέχει ο θεός και βρέχομαι, χιονίζει κι όξω μένω.
Δεν το ‘χω πως θε να βραχώ όξω που θε να μείνω
δεν το ‘χω πως θα χτυπηθώ από κακόν πλευρίτη
ή από μαχαιριά πικρή το γαίμα μου αν θα τρέξει,
μον’ τόχ’ οπού ‘μαι έρημο και ποιος θε να με κλάψει;
Αν δε σε κλάψ’ η μάνα σου, ξένε μ’ κι η αδερφή σου,
εγώ κρυφ’ απ’ τη μάνα μου μέσα στο περιβόλι,
θα χύσω μαύρα δάκρυα, το χώμα θα ποτίζω,
θα κλαίω νύχτες και πουρνά, θα καίω τα χορτάρια.
[7]

2. Μαύρη γη
Η εικόνα του μακάβριου γάμου του ξενιτεμένου με νύφη τη μαύρη γη και πεθερά την πλάκα είναι συγκλονιστική.

Εσείς πουλιά του Μάη και της άνοιξης,
εσείς οπού περνάτε απ’ τον τόπο μας,
για χαμηλώστε λίγο τα φτερούλια σας
για να σας δώσω γράμμα, μια ψιλή γραφή
να δώστε της καλής μου, της μανούλας μου
να πείτε πως σκλαβώθη δω στην ξενιτειά.
Πήρα την πλάκα πεθερά , τη μαύρη γη γυναίκα
κι αυτά τα λιανοχάλικα αδέρφια και ξαδέρφια.
[8]

Νέκρα, ξεραϊλα, ερημιά και βουβαμάρα νεκρική επικρατεί στην ξενιτιά, γιατί και η φύση νιώθοντας τα συναισθήματα των ξενιτεμένων συμμετέχει στην ψυχική τους απόγνωση. Νιώθοντας αδύναμος να χαμογελάσει ο ξενιτεμένος αναθεματίζει την ξενιτιά για τα φαρμάκια της .

Ανάθεμά σε ξενιτειά με τα φαρμάκια πό ‘χεις.
Θα πάρω έναν ανήφορο να βγω σε κορφοβούνι
να βρω κλαράκι φουντωτό και ριζιμιό λιθάρι
να βρω καμιά κρυόβρυση να ξαπλωθώ στον ίσκιο
να πιω νερό να δροσιστώ, να πάρω λίγη ανάσα
να κάτσω να συλλογιστώ της ξενιτειάς τα πάθη
να πω τα μαύρα ντέρτια μου και τα παράπονά μου.
Άνοιξε θλιβερή καρδιά και πικραμέν’ αχείλι,
βγάλε γλυκό χαμόγελο και πες γλυκό τραγούδι.
Τραγούδι αν έχει η μαύρη γης κι ο τάφος χαμογέλιο,
έχει και του παιδιού η καρδιά που περπατά στα ξένα.
Τα ξένα έχουν καημούς πολλούς και καταφρόνια πλήθος
στα ξένα δεν ανθίζουνε την Άνοιξη τα δέντρα
και δε λαλούνε τα πουλιά, ζεστός δε λάμπει ο ήλιος,
δε φυλλαρίζουν τα βουνά, δεν πρασινίζει ο κάμπος.
[9]

3. Μαύρα ρούχα
Το μαύρο χρώμα βρίσκει στα τραγούδια της ξενιτιάς την απόλυτη έκφραση και κυριαρχία του, όπως και στα μοιρολόγια. Τα μαύρα ρούχα είναι απεικόνιση του απέραντου πόνου.

Την ξενιτειά , την αρφανιά,την πίκρα, την αγάπη,
τα τέσσερα τα ζύγιασαν,σ’ ένα βαρύ καντάρι
βαρύτερη είν’ η ξενιτειά με τα πολλά φαρμάκια.
Ο ξένος εις την ξενιτειά πρέπει να βάζει μαύρα
για να ταιριάζει η φορεσιά με της καρδιάς τη λάβρα.[10]
Μισεύγω φίλοι κλαίτε με κι εσείς εχθροί χαρείτε
κι εσείς γειτονοπούλες μου στα μαύρα βουτηχτείτε. Σητεία Κρήτης[11].

Πανάθεμα που φύτεψε το κλήμα στην αυλή μου
κι φούντωσε το κλήμα μου, σκεπάσαν οι αυλές μου
κι εγώ ‘π’ τα ξένα έρχομαι κανένα δε γνωρίζω.
Βρίχνω τη μάνα μ’ γέρασε, την αδερφή μ’ παντρέφκι
βρίχνω και τη γυναίκα μου στα λιόμαυρα ντυμένη. Καρδίτσα
[12]

Στο παρακάτω τραγούδι του γυρισμού του ξενιτεμένου τα γαλάζια ρούχα ταυτίζονται με το μαύρο δηλώνοντας θλίψη και πένθος για την απουσία του αδερφού στην ξενιτιά, που ισοδυναμεί με τον θάνατο.

… - Ξένε μ’ αυτό είν’ το σπίτι σου, αυτό είν’ το πατρικό σου.
Βλέπω τη μάνα μ’ πράσινη, την αδερφή μ’ γαλάζια
Βλέπω και τη γυναίκα μου στα μαύρα φορεμένη.
Ακολουθεί η αναγνώριση των συζύγων. Δάφνη Βοϊου [13]

Θλιμμένο το παράπονο για τον ξενιτεμό του νέου, του χρυσοπράσινου αετού, που είναι βουτηγμένος στα μαύρα της ξενιτιάς:

Ω χρυσοπράσινέ μου αητέ, γερανοφορεμένε [14],
τα ξένα μάτια σε θωρούν τσαι τα δικά μου κλαίνε. Σκύρος[15]


Στην παραλογή « ο γυρισμός του ξενιτεμένου » μαύρα ρούχα είναι αποφασισμένη να φορέσει η γυναίκα που ο άντρας της λείπει στην ξενιτιά εκφράζοντας την απογοήτευσή της για την πολύχρονη αναμονή του και θεωρώντας τον νεκρό. Καβαλάρη σε μαύρο άλογο φαντάζεται ο λαός μας τον ξενιτεμένο που γυρίζοντας στο χωριό του μετά από μακροχρόνια ξενιτιά σαν κυνηγός ή σαν πραματευτής βρίσκει τη γυναίκα του να πλένει στη βρύση και μη γνωρίζοντάς τον δηλώνει σαν έσχατη έκφραση της απελπισίας της πως αν αργήσει ακόμη ο άντρας της μαύρα θα βάψει τα ρούχα της, σε μοναστήρι θα κλειστεί και τα μαύρα ράσα θα φάνε το κορμί της. Μέσα στο μαύρο χρώμα θα τυλίξει όλη την πίκρα, την απόγνωση και την χωρίς ελπίδα προσμονή του αγαπημένου της.

Το κόκκινο χρώμα αχνοφαίνεται και υποδηλώνεται στο τραγούδι μόνο έμμεσα με το ραζακί σταφύλι από το κλήμα της αυλής.

Ο γλυκόπικρος νόστος, η μέρα της επιστροφής στην πατρίδα είναι μοτίβο αγαπητό στο λαό μας και έχει τις ρίζες του στην ομηρική εποχή.[16] H αναγνώριση του ξενιτεμένου για πολλά χρόνια συζύγου από τη γυναίκα του με σημάδια που της αναφέρει μοιάζει με την αναγνώριση του Οδυσσέα από την Πηνελόπη, τον πατέρα του Λαέρτη και τη δούλα του Ευρύκλεια.

Τον Οδυσσέα γνωρίζει ο Λαέρτης από το κλήμα του αμπελιού που για χάρη του είχε φυτέψει, η Ευρύκλεια από το σημάδι παλιάς πληγής στο γόνατό του και η Πηνελόπη από την περιγραφή κατασκευής του συζυγικού τους κρεβατιού, που ο ίδιος είχε φτιάξει στερεώνοντας σανίδες πάνω σε κομμένο χοντρό κορμό ελιάς. Το κλήμα του αμπελιού , το σημάδι της πληγής του και το συζυγικό κρεβάτι οδηγούν στην αναγνώρισή του.

Τα τρία όμως ομηρικά πρόσωπα στο δημοτικό αυτό τραγούδι συμφύρονται σε ένα, τη γυναίκα του ξενιτεμένου. Τα σημάδια αποτελούν τρεις ομόκεντρους κύκλους: της αυλής, του σπιτιού και του κορμιού. Τη μηλιά και το κλήμα της αυλής επικαλείται ο ξενιτεμένος στη γυναίκα του –παράλληλο μοτίβο με το κλήμα του Λαέρτη. Μετά τη δυσπιστία της έρχεται σε πιο προσωπικά τους σημάδια, στην κάμαρά τους με το χρυσοκάντηλο που με το φως του συντροφεύει τις δικές τους στιγμές-παραλλαγή του ομηρικού συζυγικού κρεβατιού. Τέλος για να διαλύσει κάθε υποψία της φανερώνει σημάδια της αγάπης, σημάδια του κορμιού:

Έχεις ελιά στα στήθη σου κι ελιά στην αμασκάλη
και στο δεξί σου το βυζί μικρή δαγκωματίτσα,
αντιστοιχούν με το σημάδι στο σώμα του Οδυσσέα
ή σύμφωνα με άλλη παραλλαγή:
κι ανάμεσα στα δυο βυζιά τ’ αντρός σου φυλαχτάρι.


Ιδιαίτερα πρέπει να προσέξουμε τη δοκιμασία τιμιότητας - αγαπητό θέμα της λαϊκής παράδοσης - στην οποία υποβάλλει τη γυναίκα του λέγοντάς της παραπλανητικά ότι ο άντρας της πέθανε και ζητώντας της ένα φιλί. Όταν βεβαιώνεται για την πίστη της, τότε της δίνει σημάδια αναγνώρισης. Σε παρόμοια δοκιμασία λίγο πριν το φανέρωμά του υποβάλλει και ο Ερωτόκριτος την Αρετούσα.

Ερόδισε γη ανατολή και ξημερώνει η δύση,
γλυκοχαράζουν τα βουνά κι ο αυγερινός τραβιέται,
παν τα πουλάκια στη βοσκή κι οι λυγερές στη βρύση.
Βγαίνω κι εγώ κι ο μαύρος μου και τα λαγωνικά μου,
βρίσκω μια κόρη πό ‘πλενε σε μαρμαρένια γούρνα.
Τη χαιρετάω δε μου μιλεί, της κρένω , δε μου κρένει.

-Κόρη, για βγάλε μας νερό την καλή μοίρα να ‘χεις
να πιω κι εγώ κι ο μαύρος μου και τα λαγωνικά μου.
Σαράντα σίκλους έβγαλε , στα μάτια δεν την είδα
κι απάνω στους σαρανταδυό τη βλέπω δακρυσμένη.

-Γιατί δακρύζεις , λυγερή, και βαριαναστενάζεις;
Μήνα πεινάς, μήνα διψάς, μην έχεις κακή μάνα;

-Μήτε πεινώ, μήτε διψώ, μήτ’ έχω κακή μάνα.
Ξένε μου, κι αν εδάκρυσα, κι αν έχω κακή μάνα
τον άντρα ’χω στην ξενιτιά και λείπει δέκα χρόνους
κι ακόμη δυο τον καρτερώ, στους τρεις τον παντυχαίνω
κι αν δεν ερθεί, κι αν δε φανεί, καλόγρια θε να γένω.
Θα πάγω σ’ έρημα βουνά να στήσω μοναστήρι
και στο κελλί θα σφαλιστώ, στα μαύρα θε λα βάψω
εκειόν να τρώγει η ξενιτειά κι εμέ τα μαύρα ράσα.

-Κόρη μου ο άντρας σου πέθανε, κόρη μου ο άντρας σου χάθη.
Τα χέρια μου τον κράτησαν,τα χέρια μου τον θάψαν.
Ψωμί κερί του μοίρασα κι είπε να τα πλερώσεις,
τον έδωκα κι ένα φιλί κι είπε να μου το δώσεις.
Ψωμί κερί του μοίρασες, διπλά να σε πλερώσω,
μα για τ’ εκείνο το φιλί σύρε να σου το δώσει.

-Κόρη μου, εγώ είμαι ο άντρας σου, εγώ είμαι κι ο καλός σου.

-Ξένε μου, αν είσαι ο άντρας μου, αν είσαι κι ο καλός μου,
δείξε σημάδια της αυλής και τότε θα πιστέψω.

-Έχεις μηλιά στην πόρτα σου και κλήμα στην αυλή σου.
Κάνει σταφύλι ραζακί και το κρασί μοσκάτο
κι όποιος το πιει δροσίζεται και πάλι αναζητά το.
Αυτά είν’ σημάδια της αυλής , τα ξέρει ο κόσμος όλος.
Διαβάτης ήσουν, πέρασες, τα είδες και μου τα λέεις.
Πες μου σημάδια του σπιτιού και τότες να πιστέψω.

-Ανάμεσα στην κάμαρα χρυσό καντήλι ανάφτει
και φέγγει σου που γδύνεσαι και πλέκεις τα μαλλιά σου,
φέγγει σου τις γλυκές αυγές που τα καλά σου βάζεις.

-Κάποιος κακός μου γείτονας σου τά ‘πε και τα ξέρεις.
Πες μου σημάδια του κορμιού, σημάδια της αγάπης.

-Έχεις ελιά στα στήθη σου κι ελιά στην αμασκάλη
κι ανάμεσα στα δυο βυζιά του αντρού σου φυλαχτάρι.

-Ξένε μου, εσύ ‘σαι ο άντρας μου, εσύ ‘σαι κι ο καλός μου. [17]


4. Μαύρο άλογο

Πάντα δυσοίωνο το μαύρο χρώμα στα όνειρα. Το μαύρο άλογο είναι χωρισμός και το λερωμένο μαντήλι η μαύρη ξενιτιά.

Όλα τα δέντρα την αυγή δροσιά ‘ναι φορτωμένα
και τα πουλάκια στα κλαριά βαριά βαλαντωμένα
κι η κόρη στις αγκάλες μου βαριά ‘ναι υπνωμένη.
- Βαριά κοιμάσαι , κόρη μου, βαριά ‘σαι υπνωμένη
- Να μη ‘χα πέσει που ‘πεσα αφέντη μετ’ εσένα
Είδα όνειρο στον ύπνο μου, στην υπνοφαντασιά μου
είδα το μαύρο σου γυμνό, τη σέλλα τσακισμένη
και το σπαθάκι σ’ τ’ αργυρό στη μέση χωρισμένο
Και το μαντήλι σ’ τ’ όμορφο στη λάσπη κυλισμένο.

- Κόρη μ’ μη βασανίζεσαι, σε βάσανα μη μπαίνεις,
Ο μαύρος μ’ είν’ η ξενιτειά κι η σέλλα μ’ είν’ ο δρόμος
και το σπαθάκι μ’ τ’ αργυρό είν’ ο ξεχωρισμός μας
και το μαντήλι το λερό τα δάκρυα που θα χύσεις…

Ή σύμφωνα με άλλη παραλλαγή:
Τ’ όνειρο που ‘δες , κόρη μου, χαμνό ‘ναι για τ’ εσένα
ο μαύρος είν’ ο χωρισμός κι η σέλλα είν’ ο δρόμος
και το καλό μαντήλι μου η μαύρη ξενιτιά μου.
Περιβόλια Μεγαλόπολης [18].



5. Μαύρα ξένα
Πνίγει ο πόνος του ξενιτεμένου την ψυχή και ξεσπάει σ’ ένα βαρύ αναθεματισμό στην ξενιτιά, η οποία για τα υλικά αγαθά που προσφέρει και συμβολίζονται με το χρυσό τραπέζι θέλει ως αντάλλαγμα το αίμα της καρδιάς των ανθρώπων που χωρίζονται απ’ τους αγαπημένους τους.

Ποιά μάνα σκύλα το ‘λεγε τ’ αδέρφια δεν πονιώνται
τ’ αδέρφια σκίζουν τα βουνά όσο ν’ ανταμωθούνε
μα ήρθε ο καιρός κι αντάμωσαν σ’ ένα χρυσό τραπέζι.
Χρυσά μαντήλια βγάλανε τα δάκρυα να σκουπίσουν
Κι ένας στον άλλο λέγανε, κι ένας στον άλλο λέει:
-Πως τα περνάς ρε αδερφέ, εφτού στα μαύρα ξένα;
-Τα ξένα θέλουν φρόνιμα, θέλουν ταπεινοσύνη
θέλουν μανούλας γόνατα κι από πατέρ’ αγκάλες.
Ανάθεμά σε ξενιτιά, όσα καλά κι αν έχεις
π’ αφήνεις τα παιδιά ορφανά και τις γυναίκες χήρες
και κλαιν μανάδες για παιδιά, γυναίκες για τους άντρες.
[19]

6. Μαύρος πατέρας
Ν’ αλλάξει η φύση λαχταράει ο ξενιτεμένος απ’ την Αρκαδία, ν’ ανατραπούν τα γεωλογικά δεδομένα, να βυθιστούν τα βουνά και να υψωθούν οι κάμποι μήπως μπορέσει ν’ αντικρίσει για μια μόνο στιγμή τη μάνα και τον πατέρα του που απαρηγόρητοι κλαίνε το χαμό του στην ξενιτιά.

Nα χαμηλώναν τα βουνά να ψήλωναν οι κάμποι
να ‘βλεπα την πατρίδα μου, το έρημο χωριό μου,
να ‘βλεπα τη μανούλα μου , το μαύρο μου πατέρα
πώς κλαίνε και πως θλίβονται και βαριαναστενάζουν
ανάθεμάσε ξενιτιά με τα φαρμάκια πό ‘χεις.
Περιβόλια Μεγαλόπολης
[20]


7. Μαύρη μάνα
Σε άλλο τραγούδι παρακαλάει τον φούρνο ν’ αργήσει να ψήσει το ψωμί για να περάσουν τα καραβάνια και να φύγουν χωρίς να πάρουν τον γιόκα της. Η πονεμένη της μάνας ψυχή ζητάει απ’ τον άψυχο φούρνο σωτηρία… Η έσχατη απόγνωση.

Μια μαύρη μάνα ζύμωνε του γιου της παξιμάδι
και με τα δάκρυα ζύμωνε και με τα μοιρολόγια
και με τσι αναστεναγμούς επύρωνε το φούρνο.
Άργησε , φούρνε μ’, άργησε να ψήσεις παξιμάδι.
Μισεύγεις , γιε μου στα μακριά κι εις τον αλάργα κόσμο
κι άτζεμπα να σε ξαναϊδώ; Κρήτη
[21]

8. Μαυρέρημος Μάης
Ακόμη και ο πιο λουλουδισμένος και χιλιοτραγουδισμένος μήνας του χρόνου, ο Μάης, θεωρείται μαυρέρημος, γιατί τότε ξεκινάνε τα παλικάρια για το μεγάλο ταξίδι τους στην ξενιτιά.

Ξένε κι αν πας στην ξενιτιά , μη στέκεις, γρήγορ’ έλα
στην ξενιτιά θολά νερά , φαρμακερά πηγάδια,
μαραίνεται όποιος νίβεται ,πεθαίνει αυτός που πίνει,
όπου τα πόδια του πλυθεί το δρόμο του μπερδεύει.
Χριστέ, να μην ξημέρωνες, πουλί να μη λαλούσες.
Ο ξένος πάει στην ξενιτιά, ροδίζει και θα φύγει.
Ανάθεμα τους μαραγκούς που φτιάχνουν τα καράβια
νιόπαντροι ξενιτεύονται και κλαίνε οι νυφούλες.
Μάρτη κινούν τα κάτεργα κι Απρίλη τα καράβια,
το Μάη το μαυρέρημο κινούν τα παλικάρια. Πόντος
[22]

9. Μαύρα πουλιά
Ο ξενιτεμένος νιώθοντας αιχμαλωτισμένος στην ξενιτιά και καταδικασμένος να μείνει εκεί στέλνει με μαύρα πουλιά, που συμβολίζουν την άβυσσο της απόγνωσής του, ή με άσπρα περιστέρια, που εκφράζουν την ακτίνα της ελπίδας του, παραγγελιά στη γυναίκα και στη μάνα του να μαυροφορεθούν, γιατί στην ξενιτιά τον μάγεψαν και ο γυρισμός του είναι αδύνατος.

Άσπρα μου περιστέρια, μαύρα μου πουλιά,
ισείς ψηλά πιτάτι κι διαβαίνιτι
για κουντουκαρτιρέστι, χαμηλώσιτι,
να στείλω ένα γράμμα, μια ψιλή γραφή,
να στείλω στην αγάπη μ’ να μην καρτιρεί.
Θέλει τα μαύρ’ ας βάλει , θέλει ας παντρευτεί,
θέλει τα ράσα ας βάλει, να ρασοφουρεί.
Στον τόπο που ‘ρθα τώρα, ιδώ θα παντρευτώ
θα πάρου ένα κοράσιου δεκαοχτώ χρουνώ,
μάγισσας θυγατέρα, μάγισσας παιδί.
Μαγεύει τα καράβια και δεν αρμενούν
μι μάγιψι κι μένα, δεν μπουρώ να ρθώ.
Όντας κινήσου νά ‘ρθου, χιόνια κι βρουχές,
όταν γυρίσου πίσω, ήλιους , ξαστιριές. Χαλκιδική
[23]

Το τραγούδι από τα Τρίκαλα Κορινθίας αρχίζει με την ικεσία του ξενιτεμένου στα μαύρα χελιδόνια να χαμηλώσουν για να γίνουν αγγελιοφόροι του πόνου του.

Μαύρα μου χελιδόνια κι άσπρα μου πουλιά,
νευτού ψηλά που πάτε χαμπηλώσετε
θέλω να στείλω γράμμα για τον τόπο μου,
να γράψω της καλής μου, της μανούλας μου…
[24]

Στο Ηπειρώτικο τραγούδι ο ξενιτεμένος ζητάει από μαύρο χελιδόνι και άσπρο περιστέρι να τον βοηθήσουν παρουσιάζοντας την ξενιτιά σαν τόπο πλάνης, μαγείας και απάτης:

Μαύρο μου χελιδόνι από την Αραπιά
κι άσπρο μου περιστέρ’ που πας στον τόπο σου,
χαμήλωσ’ τα φτερά σ’ να λάβεις μια γραφή
να πεις και της καλής μ’ να μη μ’ ακαρτερεί
κι άλλον άντρ’ ας πάρει κι ας τη στεφανωθεί,
τι εγώ στον τόπο που είμαι κι όπου βρίσκομαι
εδώ είν’ τα κορίτσια πέντ’ έξη στον παρά,
γελάστηκα ο καημένος και πιάστηκα με μια,
μιανής χήρας κορίτσι και μάγισσας παιδί.
Μαγεύει τα ποτάμια και τες θάλασσες,
Μαγεύει τα καράβια και δεν αρμενούν,
Με μάγεψε κι εμένα και δεν έρχομαι.
Όντας κινάω να ‘ρθω, βρέχει και βροντά,
όντας γυρίζω πίσω, ήλιος ξαστεριά.
[25]

10. Μαύρο σταφύλι, μαύρο κρασί
Μαύρα σταφύλια μαγικά θα ήθελε ο ξενιτεμένος να ‘χε φάει η μάνα του και να μην είχε γεννηθεί για να ταλαιπωρείται από τα μαρτύρια της ξενιτιάς.

Απάνω σε ψηλό βουνό αμπέλι φυτεμένο
κάνει τα φύλλα πράσινα και το σταφύλι μαύρο
κάμει και το κρασάκιν dου σαν του λαγού το αίμα.
Όσες μανάδες κι αν το πιουν καμιά παιδί δεν κάμει.
Ας το ‘πινε κι η μάνα μου να μη με κάν’ εμένα.
Αφόντας που γεννήθηκα ένα καλό δεν είδα,
ξενές πλυνούν τα ρούχα μου, ξενές τα σαπουνίζουν
ξενές τα σιδερώνουνε…. Αγχίαλος.
[26]

11. Λάϊα (λάγια)= μαύρα πρόβατα
βλ. κίτρινο λουλούδι



Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΚΟΚΚΙΝΟΥ ΧΡΩΜΑΤΟΣ ΣΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΗΣ ΞΕΝΙΤΙΑΣ

1. Κόκκινα λουλούδια
Τα χρώματα των λουλουδιών είναι οι μόνες νότες ομορφιάς μέσα στο θλιμμένο τραγούδι. Η ολοκληρωτική και άνευ όρων παράδοση της κόρης στον αγαπημένο της προκειμένου να την πάρει μαζί του στην ξενιτιά αντιμετωπίζεται από τον σκληρόκαρδο με αναλγησία, στυγνή ωμότητα και το πρόσχημα ότι στην ξενιτιά γυναίκες δεν πηγαίνουν.

Τώρα ‘ναι Μάης κι Άνοιξη, τώρά ‘ναι καλοκαίρι
τώρα κι η γης στολίζεται εννιά λογιών λουλούδια
με πράσινα, με κόκκινα και στην κορφή με φύλλα.
Τώρα κι ο ξένος βούλεται να πάει στον ξένο τόπο.
Νύχτα σελλώνει τ’ άλογο, νύχτα το καλλιγώνει.
Φτιάν’ ασημένια πέταλα καρφιά μαλαματένια.
Κι η κόρη οπού τον αγαπάει κι η κόρη οπού τον έχει,
παίρνει κερί και του ΄φεγγε, ποτήρ’ και τον κερνάει.
- Πάρε μ’ αφέντη μ’ , πάρε με, πάρε κι εμέ κοντά σου
να μαγειρεύω να δειπνάς, να στρώνω να να κοιμάσαι,
να στρώνω πέντε στρώματα, πέντε προσκεφαλάκια,
να γίνω στράτα να περνάς, γιοφύρι να διαβαίνεις,
να γίνω κι ασημόκουπα να πίνεις το κρασί σου,
εσύ να πίνεις το κρασί κι εγώ να λάμπω μέσα.
- Πού να σε πάρω , κόρη μου, πού να σε σκαπετήσω;
Εκεί κορίτσια δεν περνούν, γυναίκες δεν διαβαίνουν,
εσένα παίρνουν κόρη μου, κι εμένα με σκοτώνουν. Ζαγόρι
[27]

2. Κόκκινα σταφύλια
Ακόμα και τα κόκκινα γλυκά σταφύλια στη συνείδηση του ξενιτεμένου φαίνονται δηλητήριο και πάνω στην απόλυτη απόγνωσή του εκφράζει την ευχή και κατάρα του ταυτόχρονα να τα είχε φάει η μάνα του και να μην τον είχε γεννήσει για να γλίτωνε της ξενιτιάς τα μαρτύρια.

Πέρα σ’ εκείνο το βουνό και στ’ άλλο παραπέρα
πο ‘χει ανταρούλα στην κορφή και καταχνιά στον πάτο…
Κι ανάμεσα στα δυο βουνά δυο αδέρφια σκοτωμένα
κι ανάμεσα στα μνήματα κλήμα ‘ταν φυτεμένο
το Μάη ανθίζει σα δεντρί, το θεριστή σαν κλήμα
κάνει σταφύλια κόκκινα και το κρασί μοσχάτο
όποιος το φάει κι όποιος το πιει παιδιά δεν αποχτάει
να το ‘χε φάει κι η μάνα σου για να μη είχε κάνει εμένα
να μη με τρώει η ξενιτιά, να μη με τρων τα πάθη.
[28]

3. Κόκκινο μαντηλάκι
Το κόκκινο μαντήλι στο παρακάτω τραγούδι είναι καλό σημάδι, μήνυμα γυρισμού του ξενιτεμένου στην πατρίδα σε αντίθεση με τα μαύρα ρούχα που δηλώνουν πως η αγαπημένη του, αν απογοητευθεί περιμένοντάς τον θα μαυροφορεθεί και θα κλειστεί σε μοναστήρι.

Για ιδές καιρός που πήρε, μια σιγανή νοτιά.
Μισεύει το πουλί μου μα δε μ’ αφήνει γεια.
Μισεύει και πηγαίνει απάνω στη Βλαχιά.
Ουδέν γραφή μου στέλνει, ουδέ απηλογιά
απάν’ στα πέντε χρόνια μό ‘στειλε μια γραφή
γράφει και ξαναγνώνει μεσ’ σε χρυσό χαρτί:
- Θέλεις, κόρη μ’, παντρέψου, θέλεις καρτέρεψε,
θέλεις τα μαύρα ντύσου και καλογέρεψε.
Εμένα με παντρέψαν, με προξενέψανε,
μου δώσανε γυναίκα της μάγισσας κορή.
Βουλιόμαι για να έρθω, μα μπόρες και χιονιές.
Γυρίζω, πάγω πίσω, ήλιος ξαστεριές.
Κόκκινο μαντηλάκι θα ρίξω στο γιαλό,
κι αν έρθει το μαντήλι, τότες θα ρθω κι εγώ. Σκιάθος
[29]

4. Κόκκινο τσεμπέρι.
Στο παρακάτω τραγούδι της ξενιτιάς η κρητικοπούλα, δε στενοχωριέται για τον ξενιτεμό του συζύγου της. Αντί να πονάει για τον αποχωρισμό του, βρίσκει ευκαιρία να του παραγγείλει φτιασίδια και μαντήλι κόκκινο για να χορεύει. Αυτό οφείλεται στην κοντινότερη απόσταση και στα μικρότερα διαστημάτα αποχωρισμού των ξενιτεμένων, αλλά κυρίως στη διαφορά νοοτροπίας της συντηρητικής Αρκαδίας από την Κρήτη, που ως κέντρο εμπορίου και διακίνησης ιδεών έχει πιο φιλελεύθερες απόψεις.

Στην Πόλη πάω κι έρχομαι κι είντα μου παραγγέλνεις;
-Βάστα μου χτένι και γυαλί και κόκκινο τσεμπέρι
το χτένι να χτενίζομαι και το γυαλί να φέγγω
και το τσεμπέρι να κρατώ στον κάμπο να χορεύω. Κρήτη
[30]

Αντίθετα στην Αρκαδία με τα συντηρητικότατα ήθη η μάνα ζητάει απ’ τον γιο της που πάει στην ξενιτιά κόκκινο τσεμπέρι για να νιώθει φορώντας το πως τον έχει κοντά της.

Στην Πόλη πάω , μάνα μου, τι θέλεις να σου στείλω;
στείλε μου χτένι και γυαλί και κόκκινο τσεμπέρι.
Το χτένι να χτενίζουμαι και το γυαλί να γλέπω
και το τσεμπέρι να φορώ, το γιο μου να θυμάμαι.
Λάστα Γορτυνίας
[31]

5. Κόκκινος κάμπος
Τον χαμό των αγαπημένων στην ξενιτιά δηλώνει στο όνειρο το κόκκινο και γαλάζιο χρώμα, ασυνήθιστος συνδυασμός .

Απόψε είδα όνειρο πικρό, φαρμακωμένο
είδα τους κάμπους κόκκινους και τα βουνά γαλάζια.
Είδα δυο λάφια πό ‘βοσκαν σε μια παλιοκαψάλα
κι ο κυνηγός σημάδεψε, απλώνει να τους ρίξει.
Μα μήτε ‘λάφια ήτανε, μήτε κι αλαφοπούλες
μον’ ήταν δυο ‘γραφιώτισσες,μικρές ‘γραφιωτοπούλες
που ‘χουν αντρά στην ξενιτειά και γιους με τα καράβια.
Γιόμισ’ η θάλασσα πανιά, κι ο βράχος παλληκάρια…
[32]


ΟΙ ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΙ ΤΟΥ ΠΡΑΣΙΝΟΥ ΧΡΩΜΑΤΟΣ

1. Πράσινη η μάνα
Τα πράσινα κλαριά της κληματαριάς που θέριεψαν στα χρόνια της απουσίας του ξενιτεμένου πνίγουν το πατρικό του σπίτι, ώστε να μην το αναγνωρίζει, και πράσινη η μάνα του τον υποδέχεται. Κλονίζεται και ξεστομίζει αναθεματισμούς, γιατί εδώ το πράσινο χρώμα δεν έχει καμιά σχέση με το σφρίγος και τη ζωή. Αντίθετα σηματοδοτεί την ερημιά και εγκατάλειψη για το σπίτι και είναι σφραγίδα ερχομού του Χάρου για τη μάνα.

Ανάθεμα ποιος φύτεψε κλήμα μεσ’ την αυλή μου
κι φούντωσε κι κλάδωσε κι γιόμσεν η αυλή μου
κι εγώ ‘ρχομαν ‘π’ την ξενιτιά, το σπίτι μ’ δε γνωρίζω
τρουγύρου - γύρου το ‘φερνα, τρουγύρου- γύρ’ το φέρνω
ρουτάω τις γειτόνισσες κι τις γειτονοπούλες
μην είν’ αυτό το σπίτι μου, μην είν’ το πατρικό μου.
- Ξένε μ’ αυτό είν’ το σπίτι σου, αυτό είν’ το πατρικό σου.
Βλέπω τη μάνα μ’ πράσινη, την αδερφή μ’ γαλάζια,
βλέπω και τη γυναίκα μου στα μαύρα φουρεμένη… Δάφνη Βοϊου
[33]


ΟΙ ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΙ ΤΟΥ ΚΙΤΡΙΝΟΥ ΧΡΩΜΑΤΟΣ

1. Κίτρινο χείλι
Απ’ το μαράζι της ξενιτιάς το κόκκινο χρώμα του χειλιού της κόρης δίνει τη θέση του στο κίτρινο κι αρρωστημένο, ενώ η ψυχή της ξεχειλίζει από μίσος για τη μάνα και τον πατέρα της που εγκληματώντας την πάντρεψαν στην ξενιτιά.

- Μωρ’ τ’ αχειλάκι σου, το μαγουλάκι σου, Λαλιωτοπούλα μου,
πρώτα ήταν κόκκινο, τώρα κιτρίνισε.
Να μην αρρώστησες, μην εθερμάθηκες, Λαλιωτοπούλα μου,
- Μάειδε αρρώστησα, μάειδε θερμάθηκα,
παρά η μανούλα μου στα ξένα μ’ έδωσε.
Και στα ξένα θ’ αρρωστήσω και τη μάνα μ’ θα μισήσω
και τη μάνα και πατέρα που με δώσανε στα ξένα.
[34]

2. Κίτρινο λουλούδι
Κίτρινο αρρωστημένο λουλούδι- θανατερό σύμβολο θλίψης μαρασμού και λησμονιάς -φυτρώνει στον τόπο που χωρίζονται από τους δικούς τους, όσοι πάνε στην ξενιτιά νιώθοντας ζωντανοί- νεκροί.

Γι άνοιξε φλιβερή καρδιά και πικραμένο αχείλι,
άνοιξε, πες μας τίποτα και παρηγόρησέ με.
- Παρηγοριά έχει ο θάνατος κι αλησμοσύνη ο Χάρος,
Και το ζωντανοχώρισμα παρηγοριά δεν έχει.
Χωρίζουν μάνες τα παιδιά κι οι αδερφές τ’ αδέρφια,
χωρίζουνται τ’ αντρόγυνα τα πολυαγαπημένα.
Στον τόπο που χωρίζουνται χορτάρι δε φυτρώνει,
φυτρών’ λουλούδι κίτρινο κι αυτό μαραγκιασμένο
κι όποιος το κόβει κόβεται κι όποιος το τρώει πεθαίνει.
Το τρων τα λάια πρόβατα κι αλησμονούν τ’ αρνιά τους.
Φάτο κι εσύ μωρ’ μάνα μου για να μ’ αλησμονήσεις. Ζαγόρι
[35]


ΟΙ ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΙ ΤΟΥ ΓΑΛΑΖΙΟΥ ΧΡΩΜΑΤΟΣ

Βλ. Μαύρα βουνά και κόκκινα βουνά.

ΟΙ ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΙ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΧΡΩΜΑΤΟΣ

1. Χρυσό μαντήλι βλ. Μαύρα δάκρυα.
2. Χρυσό καντήλι βλ. Μαύρα ρούχα.
3. Χρυσό τραπέζι βλ. Μαύρα ξένα.
4. Χρυσό χαρτί βλ. Κόκκινο μαντηλάκι.

Η φανερή η απουσία του άσπρου χρώματος στα τραγούδια της ξενιτιάς δηλώνει την απουσία ομορφιάς και χαράς από τη ζωή των ξενιτεμένων. Η επικράτηση του μαύρου αποτελεί έκφραση θλίψης και με αυτό ταυτίζεται και το γαλάζιο, το βαθυκύανο λουλακί, που οπτικά μοιάζει με το μαύρο. Η παρουσία του κίτρινου δηλώνει μαρασμό και αρρώστια, προμηνύματα θανάτου. Το πράσινο δεν εκφράζει τη θαλερότητα, το σφρίγος και τη ζωντάνια, που με τις μεθόδους της ομοιοπαθητικής μαγείας μεταδίδει στους ανθρώπους και στα ζώα στα τελετουργικά του δρώμενα ο λαός μας χτυπώντας ελαφρά με πράσινα κλαδιά αειθαλών φυτών, αλλά ερημιά και εγκατάλειψη. Το κόκκινο εμφανίζεται ως μήνυμα ζωής κι ελπίδας μέσα στο σκοτεινιασμένο σκηνικό ή για να τονίσει την αντίθεση της ζωής, που επικρατεί στην παραδοσιακή ελληνική κοινωνία, και της δυστυχίας που με τον ασφυκτικό κλοιό της πνίγει τους ξενιτεμένους στα μαύρα ξένα. Το χρυσό δεν εκπέμπει την αίσθηση της μεγαλοπρέπειας και της αρχοντιάς, όπως σε άλλα δημοτικά τραγούδια και μαγικά δρώμενα, αλλά χρησιμοποιείται αντιθετικά με το μαύρο για να τονίσει της ξενιτιάς το δράμα. Το χρυσό τραπέζι- έκφραση πλούτου - στο οποίο συναντιούνται οι ξενιτεμένοι, τους πληγώνει περισσότερο, γιατί βρίσκονται στα μαύρα ξένα, το χρυσό μαντήλι καίγεται από τα μαύρα δάκρυα και το χρυσό χαρτί κρύβει τα μαύρα μαντάτα του ξενιτεμένου στη γυναίκα του για το ανέφικτο του γυρισμού του, γιατί η ξενιτιά κι ο θάνατος αδέρφια λογιούνται.


[1] Ν. Γ. Πολίτης, Εκλογαί από τα τραγούδια του Ελληνικού λαού, Εκδόσεις Ε. Γ. Βαγιονάκη, Αθήναι 1969, σ. 200.
[2] Προέλλω= προβαίνω
[3] Προέλλου= προβαίνουν
[4] ουρκωμένα= βουρκωμένα
[5] φύουσι= φεύγουσι, φεύγουν
[6] G.Saunier, Το δημοτικό τραγούδι της ξενιτιάς, Επιμέλεια: Saunier, Αθήνα 1983, Εκδόσεις Ερμής, Νέα Ελληνική βιβλιοθήκη, σ.102.
[7] Μαρία Βρουλίτη, Φιλόλογος, Συλλογή Λαογραφικού υλικού.
[8] Saunier, ό.π., σ.183.
[9] Μαρία Βρουλίτη, Φιλόλογος, Συλλογή Λαογραφικού υλικού.
[10] Πολίτης, ό.π., σ.199.
[11] Μαρία Βρουλίτη, Συλλογή Λαογραφικού υλικού.
[12] Saunier, ό.π., σ. 284.
[13] ό.π., σ.284-285.
[14] Γερανοφορεμένος= αυτός που φοράει μαύρα ρούχα.
[15] Βασίλης Περσείδης, Το Σκυριανό δημοτικό τραγούδι, Αθήνα 1994, σ. 50
Την ίδια με τον ξενιτεμένο προσφώνηση απευθύνουν στη Σκύρο και στον νεκρό:
Ω χρυσοπράσινε, καλέ μ’ αητέ, τι σ’ εύρε τσαι μαράθης,
τσαι χαμηλοφτερούγιασες, τσαι δε μπορ’ ‘α πετάξεις; ό.π., σ.50

[16] Βλ. Ιωάννης Προμπονάς, Καθηγητής Φιλοσοφικής Πανεπιστημίου Αθηνών, Τα Ομηρικά έπη και το Νεοελληνικό Δημοτικό τραγούδι, Β, Ερμηνευτικό Υπόμνημα, Αθήνα 1989.
[17] Ν. Πολίτης, ό.π., σ.120-122.
[18] Μαρία Βρουλίτη., Φιλόλογος, Συλλογή Λαογραφικού υλικού
[19] Βασιλική Παναγιωτοπούλου του Χαράλαμπου και της Δήμητρας, Συλλογή Λαογραφικού υλικού από την επαρχία Μεγαλόπολης του νομού Αρκαδίας, που βραβεύτηκε από τον Καθηγητή μου στη Λαογραφία Κώστα Ρωμαίο, Σπουδαστήριο Λαογραφίας Πανεπιστημίου Αθηνών, χειρόγραφο 2802, 1975-76, σ.109-110.
[20] Μαρία Βρουλίτη., Φιλόλογος, Συλλογή Λαογραφικού υλικού
[21] Άτζεμπα= άραγε
Saunier, ό.π., σ.34.
[22] ό.π., σ. 43.
[23] ό.π., σ.176.
[24] ό.π., σ.177
[25] ό.π., σ.179.
Βλ. και Κώστα Ρωμαίου, Εμείς οι Έλληνες, Μορφές Παραδοσιακής ευαισθησίας του λαϊκού πολιτισμού, Αθήνα 1987, σ. 127-133.

[26] Saunier, ό.π., σ.212.
[27] Σκαπετάω= πάω μακριά
ό.π., σ.38.
[28] ό.π., σ. 213.
[29] ό.π., σ.174.
[30] ό.π., σ.30.
[31] ό. π., σ.31.
[32] Παλιοκαψάλα=καμένη γη
Μαρία Δαββέττα, Νομικός, Συλλογή Λαογραφικού Υλικού
[33] Saunier, ό.π., σ.284-285.
[34] Τρύφων Στεφανόπουλος, Πελοποννησιακή Λαογραφία, Αθήνα 1981., σ.134.
[35] Φλιβερή = θλιβερή
Saunier, ό.π., σ.209.